- κακοστομαχιάζω
- κακοστομάχιασα, πάσχω από κακοστομαχιά: Κακοστομαχιάζει με το τίποτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοστομαχιάζω — [κακοστομαχιά] 1. (αμτβ.) πάσχω από δυσπεψία, έχω βάρος στο στομάχι 2. (για το τροφές) (μτβ.) προκαλώ κακοστομαχιά … Dictionary of Greek
κακοστομάχιασμα — το [κακοστομαχιάζω] δυσπεψία, βάρος στο στομάχι … Dictionary of Greek